Σε ένα τοπίο, γεμάτο παιχνίδια που κυριαρχεί το “φανταστικό” και οι ηρωικές αφηγήσεις, συχνά, το point-and-click adventure “Rauniot” εμφανίζεται ως ένα έντονα διαφοροποιημένο αφήγημα, βυθίζοντας μας σε έναν απόμακρο κόσμο που βρίσκεται στα όρια της κατάρρευσης. Με παρασκήνιο τις επαναστάσεις, τις διαμάχες και τους πολέμους, το μέλλον δείχνει ζοφερό. Σε ανάπτυξη από το φινλανδικό indie studio, Act Normal Games, αυτή η μετα-αποκαλυπτική ιστορία λειτουργεί ως μια συγκινητική υπενθύμιση του πόσο εύθραυστος είναι ο πολιτισμός και πόσο ανθεκτική στις κακουχίες μπορεί να είναι η ψυχή ενός ανθρώπου.
Στα πλαίσια μιας απροσδιόριστης φυσικής καταστροφής, το παιχνίδι μας μεταφέρει στα μοναχικά mid-70s, 1975 συγκεκριμένα, σε μία περίοδο όπου το “φάντασμα” ενός πυρηνικού πολέμου, ελλοχεύει απειλητικά. Ο κόσμος που παρουσιάζεται είναι συγκλονιστικά όμορφος και αναμφίβολα σκοτεινός και μελαγχολικός, με κατεστραμμένα τοπία και μεταλλαγμένους/παραμορφωμένους και στιγματισμένους ανθρώπους, να προσπαθούν να επιβιώσουν. Είναι ένας κόσμος όπου η επιβίωση είναι ζωτικής σημασίας και η ηθική πυξίδα “αποπροσανατολίζεται” μπροστά στην αγριάδα της νέας πραγματικότητας και της απελπισίας που επικρατεί.
Στην καρδιά αυτού του διηγήματος, τον πρωταγωνιστικό ρόλο αναλαμβάνει η Aino. Η Aino, που αποτελεί μέλος μίας μεγάλης ομάδας ανθρώπων, παρουσιάζεται ως ένας φάρος ανθρωπιάς. Καθώς περιηγείται μέσα στις ερημιές, αποστολή της είναι η αναζήτηση του Toivo, εξίσου μέλος της ομάδας, που βρίσκεται σε μια αποστολή που σχετίζεται με την ανεύρεση ενός τρένου.
Το ταξίδι της Aino, εξελίσσεται τόσο σε μία φυσική και σωματική μάχη, όσο και σε μία συναισθηματική “οδύσσεια”, καθώς έρχεται σε άμεση επαφή με τα κατάλοιπα μιας συντετριμμένης κοινωνίας. Το παιχνίδι προσπαθεί να μας πείσει ότι η Aino είναι μία εύθραυστη προσωπικότητα. Δυστυχώς αυτό δεν μεταφράζεται σωστά, στην πράξη. Οι εκφράσεις της, ιδίως όταν συνομιλεί με άλλους χαρακτήρες, είναι ψυχρές – θα έλεγε κανείς ότι ευθύνεται το γεγονός πως αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό των βόρειων λαών. Από την άλλη όμως, δεν μπορώ να πω πως δεν είμαι ευχαριστημένος με το animation των κινήσεων της, σε όλο το υπόλοιπο παιχνίδι. Εδώ έχουμε ένα δίπολο, το οποίο ενδεχομένως να ορίζεται από το μέγεθος του studio και το budget.
Το “indie στοιχείο” είναι εμφανές εξίσου έντονα, από την πρώτη μας κιόλας επαφή, με κάποιον χαρακτήρα. Ουσιαστικά, πέρα από την Aino, όλοι οι υπόλοιποι χαρακτήρες είναι στατικοί. Νομίζω πως αυτή η στατικότητα αφαιρεί αρκετά από την ατμόσφαιρα του παιχνιδιού και είναι κρίμα, γιατί σε αντίθεση με τα “ζωντανά” μέρη του Rauniot, τα άψυχα στοιχεία (mechanics για παράδειγμα) έχουν υποστεί αρκετή δουλειά.
Από την άλλη, η απουσία ενός συστήματος επισήμανσης των “σημείων δράσης”, ίσως δημιουργήσει εκνευρισμό σε κάποιους, εξαιτίας του “pixel hunting”, το οποίο οφείλω να ομολογήσω πως χρειάζεται σπάνια. Αυτό συμβαίνει, όχι επειδή έχει γίνει πολλή καλή δουλειά στο να γίνεται κατανοητό το τι χρειάζεται να πράξεις, αλλά επειδή, συνήθως, υπάρχουν στιγμές που μπορείς να προσεγγίσεις μία κατάσταση με διαφορετικό τρόπο.
Όσον αφορά το interface, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του θυμίζουν μια παλιά εποχή, κάτι που προσωπικά βρήκα γοητευτικό. Για παράδειγμα, πατώντας το δεξί click, ανοίγει μία ζώνη που περιέχει ένα τσαντάκι (inventory), τις σφαίρες μας και πρόσβαση στο κεντρικό menu. Έτσι, η “οθόνη” που έχουμε μπροστά μας, είναι καθαρή. Στις επιλογές που έχουμε ανοίγοντας το τσαντάκι, περιλαμβάνεται και ένα “journal”, το οποίο εξυπηρετεί και ως χάρτης, για “fast travel”. Η λογική πίσω από να κρατάει σημειώσεις, η Aino, πάνω στον χάρτη, είναι κάτι που θα ήθελα να συμβαίνει και σε άλλα παιχνίδια, αντί να υπάρχει ένα “ψυχρό” και ανούσιο menu με ένα κατεβατό κειμένων.
Τα διάφορα puzzles, με εξαίρεση ελάχιστων σημείων που εμπίπτουν στα πλαίσια του “pixel hunting”, είναι αρκετά κατανοητά και προπάντων, οργανικά. Οριακά, ίσως χρειαστεί να χρησιμοποιηθεί χαρτί και μολύβι, για την επίλυση ορισμένων. Σίγουρα έχω παίξει πιο απλοϊκά point-and-click, που κατέληξα να λατρεύω, οπότε σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να πω πως με απογοήτευσε ο βαθμός δυσκολίας. Τουλάχιστον όχι τόσο, όσο με απογοήτευσε η διάρκεια.
Μέσα σε όλο αυτό το χάος, λοιπόν, είναι ευδιάκριτο πως το “Rauniot” αγωνίζεται με τους δικούς του δαίμονες. Ο καστανόχρωμος κόσμος του, ενώ οπτικά είναι εντυπωσιακός και πετυχαίνει τον στόχο του, τελικά υποκύπτει στη μονοτονία. Η διάρκεια του παιχνιδιού δεν βοηθά, σε όλο αυτό, μιας και πρόκειται για ένα παιχνίδι που το πρώτο playthrough μπορεί να κρατήσει γύρω στις 4 ώρες, με ότι συνεπάγεται. Συνολικά, ξόδεψα κάπου στις 8 ώρες, κάνοντας πολλαπλά playthrough, για να δω διαφορετικά σενάρια σε κάποια σημεία που μπορείς να αποφασίσεις μία διαφορετική προσέγγιση, καθορίζοντας και σε κάποιο βαθμό το “ending”. Από το δεύτερο playthrough και μετά, οι 4 ώρες γίνονται 1 και 2 ώρες, ειδικά αν κάνεις skip τους διαλόγους.
Ο ηχητικός τομέας του “Rauniot”, αντικατοπτρίζει την οπτική του αισθητική, με μια διακριτική μουσική που υπογραμμίζει την “νέκρα” του περιβάλλοντος. Για το sound design δεν έχω να πω κάτι ιδιαίτερο, πέρα από το ότι είναι ποιοτικό. Οι πλήρως voiced διάλογοι, στα φινλανδικά, προσθέτουν μία αυθεντική και ξεχωριστή νότα, στην συνολική εμπειρία. Είμαι υπέρμαχος των παιχνιδιών που έχουν “native” voice over, σε σχέση με το μέρος που λαμβάνουν τόπο.
Οι παραλληλισμοί που γίνονται μεταξύ της αφήγησης του παιχνιδιού και ορισμένων πραγματικών ανθρωπιστικών κρίσεων, λειτουργούν ως μια συνειδητή ανακεφαλαίωση των σκοτεινών πτυχών της ανθρώπινης φύσης. Παρά την όλη “μουντίλα”, καταφέρνει να προκαλέσει ένα αίσθημα σκοπού. Η ανάγκη να δούμε την Aino να φτάνει στο τέλος του ταξιδιού της, όποιο και αν είναι αυτό, αποδεικνύει την ικανότητα του παιχνιδιού να αιχμαλωτίζει τον παίκτη, αξιοποιώντας την συναισθηματική σύνδεση που έχει δημιουργηθεί, παίζοντας.
Παρά τις αδυναμίες αυτές, το “Rauniot” θεωρώ πως ξεχωρίζει. Ίσως όχι αρκετά για να δικαιολογήσω την τιμή, που ανέρχεται στα 17,49€ (15,74€ με την έκπτωση που τρέχει μέχρι τις 24 Απριλίου), αλλά σίγουρα μου γέννησε την διάθεση να θέλω να δω ένα μεγαλύτερο sequel. Θα μπορούσε, κάλλιστα, να είναι ένας πρόλογος για ένα ολοκληρωμένο παιχνίδι, που δυστυχώς δεν υπάρχει (ακόμα).
Αποτελεί μαρτυρία της αφηγηματικής δύναμης, στον κόσμο των παιχνιδιών, προσφέροντας μια συγκινητική και συνάμα συναρπαστική εξερεύνηση της ανθρώπινης φύσης. Παρά τα προβλήματα, που περιορίζουν περιστασιακά το immersion, η αφήγηση και η επιβλητική ατμόσφαιρα του, το καθιστούν ένα ιδιαίτερο ταξίδι, για όσους λατρεύουν τα point-and-click adventures.
